sich verspäten
 

αργοπορώ Verb
(0)
αργώ Verb
(0)
καθυστερώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Noch keine Beispielsätze.
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αργώαργούμε
αργείςαργείτε
αργείαργούν(ε)
Imper
fekt
αργούσααργούσαμε
αργούσεςαργούσατε
αργούσεαργούσαν(ε)
Aoristάργησααργήσαμε
άργησεςαργήσατε
άργησεάργησαν, αργήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω αργήσειέχουμε αργήσει
έχεις αργήσειέχετε αργήσει
έχει αργήσειέχουν αργήσει
Plu
perf
ekt
είχα αργήσειείχαμε αργήσει
είχες αργήσειείχατε αργήσει
είχε αργήσειείχαν αργήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αργώθα αργούμε
θα αργείςθα αργείτε
θα αργείθα αργούν(ε)
Fut
ur
θα αργήσωθα αργήσουμε
θα αργήσειςθα αργήσετε
θα αργήσειθα αργήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αργήσειθα έχουμε αργήσει
θα έχεις αργήσειθα έχετε αργήσει
θα έχει αργήσειθα έχουν αργήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αργώνα αργούμε
να αργείςνα αργείτε
να αργείνα αργούν(ε)
Aoristνα αργήσωνα αργήσουμε, να αργήσομε
να αργήσειςνα αργήσετε
να αργήσεινα αργήσουν(ε)
Perfνα έχω αργήσεινα έχουμε αργήσει
να έχεις αργήσεινα έχετε αργήσει
να έχει αργήσεινα έχουν αργήσει
Imper
ativ
Presαργείτε
Aoristάργησεαργήστε, αργήσετε
Part
izip
Presαργώντας
Perfέχοντας αργήσει
InfinAoristαργήσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καθυστερώκαθυστερούμε
καθυστερείςκαθυστερείτε
καθυστερείκαθυστερούν(ε)
Imper
fekt
καθυστερούσακαθυστερούσαμε
καθυστερούσεςκαθυστερούσατε
καθυστερούσεκαθυστερούσαν(ε)
Aoristκαθυστέρησακαθυστερήσαμε
καθυστέρησεςκαθυστερήσατε
καθυστέρησεκαθυστέρησαν, καθυστερήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω καθυστερήσειέχουμε καθυστερήσει
έχεις καθυστερήσειέχετε καθυστερήσει
έχει καθυστερήσειέχουν καθυστερήσει
Plu
perf
ekt
είχα καθυστερήσειείχαμε καθυστερήσει
είχες καθυστερήσειείχατε καθυστερήσει
είχε καθυστερήσειείχαν καθυστερήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καθυστερώθα καθυστερούμε
θα καθυστερείςθα καθυστερείτε
θα καθυστερείθα καθυστερούν(ε)
Fut
ur
θα καθυστερήσωθα καθυστερήσουμε
θα καθυστερήσειςθα καθυστερήσετε
θα καθυστερήσειθα καθυστερήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καθυστερήσειθα έχουμε καθυστερήσει
θα έχεις καθυστερήσειθα έχετε καθυστερήσει
θα έχει καθυστερήσειθα έχουν καθυστερήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καθυστερώνα καθυστερούμε
να καθυστερείςνα καθυστερείτε
να καθυστερείνα καθυστερούν(ε)
Aoristνα καθυστερήσωνα καθυστερήσουμε, να καθυστερήσομε
να καθυστερήσειςνα καθυστερήσετε
να καθυστερήσεινα καθυστερήσουν(ε)
Perfνα έχω καθυστερήσεινα έχουμε καθυστερήσει
να έχεις καθυστερήσεινα έχετε καθυστερήσει
να έχει καθυστερήσεινα έχουν καθυστερήσει
Imper
ativ
Presκαθυστερείτε
Aoristκαθυστέρησεκαθυστερήστε, καθυστερήσετε
Part
izip
Presκαθυστερώντας
Perfέχοντας καθυστερήσει
InfinAoristκαθυστερήσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback